-
1 προ-κατα-σκευή
προ-κατα-σκευή, ἡ, Vorbereitung, Pol. 1, 13, 7 u. oft; u. bes. Rhett., wie Hermog. de invent. 3, 2, προεκτίϑεσϑαι τὰ κεφάλαια.
1 προ-κατα-σκευή
προ-κατα-σκευή, ἡ, Vorbereitung, Pol. 1, 13, 7 u. oft; u. bes. Rhett., wie Hermog. de invent. 3, 2, προεκτίϑεσϑαι τὰ κεφάλαια.